- ἀνέκαιε
- ἀνακαίωkindleimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνέκαι' — ἀνέκαιε , ἀνακαίω kindle imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδρομικός — ή, ό / προδρομικός, ή, ον, ΝΜ [πρόδρομος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.) 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει… … Dictionary of Greek